- λαθροϋλοτόμος
- οαυτός που κόβει δένδρα παράνομα, χωρίς άδεια τής δασικής υπηρεσίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < λαθρ(ο)-* + ὑλοτόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-τόμος — Α β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. τόμος* «τεμάχιο, τμήμα, κομμάτι» (< τέμνω). Τα παροξύτονα ονόματα σε τόμος είναι αντικειμενικά σύνθετα με α… … Dictionary of Greek
λαθρ(ο)- — (AM λαθρ[ο] ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που ανάγεται είτε στο επίρρ. λάθρα (πρβλ. λαθροβόλος, λαθρόνυμφος) είτε στο επίθ. λαθραῑος (πρβλ. λαθροθεατής) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται… … Dictionary of Greek
λαθροϋλοτομία — η [λαθροϋλοτόμος] υλοτόμηση που γίνεται χωρίς άδεια τής δασικής υπηρεσίας, παράνομη υλοτομία … Dictionary of Greek